Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Choral
01
χορωδία, ύμνος
a stately Protestant (especially Lutheran) hymn tune
choral
01
χορωδιακός, χορικός
(of music) made to be sung by a group of singers, especially in church
Λεξικό Δέντρο
choral
choir
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χορωδία, ύμνος
χορωδιακός, χορικός
Λεξικό Δέντρο