Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chopped
01
ψιλοκομμένο, κομμένο σε μικρά κομμάτια
having been cut or divided into small pieces or fragments
Παραδείγματα
She added the chopped onions to the sizzling pan.
Πρόσθεσε τα ψιλοκομμένα κρεμμύδια στο τσιτσιρίζον τηγάνι.
The recipe called for two cups of chopped tomatoes.
Η συνταγή απαιτούσε δύο φλιτζάνια ψιλοκομμένες ντομάτες.
Λεξικό Δέντρο
chopped
chop



























