Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cholesterin
01
χοληστερόλη, ζωικό στερόλη
an animal sterol that is normally synthesized by the liver; the most abundant steroid in animal tissues
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χοληστερόλη, ζωικό στερόλη