Choirboy
volume
British pronunciation/kwˈa‍ɪ‍əbɔ‍ɪ/
American pronunciation/kwˈaɪɚbɔɪ/

Ορισμός και Σημασία του "choirboy"

01

a boy who sings in a choir

word family

choirboy

choirboy

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store