Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chocolate-brown
/tʃˈɑːklətbɹˈaʊn/
/tʃˈɒklətbɹˈaʊn/
chocolate-brown
01
σοκολατόχρωμο, καφέ σοκολάτα
of a color similar to that of wood or earth
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σοκολατόχρωμο, καφέ σοκολάτα