LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Chockful
/tʃˈɒkfəl/
/tʃˈɑːkfəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "chockful"
chockful
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
packed full to capacity
word family
chock
chock
Noun
chockful
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
chockablock
chock-full
chock-a-block
chock up
chock
chocolate
chocolate bar
chocolate cake
chocolate candy
chocolate chip
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App