LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Chiseller
/tʃˈaɪsəlɐ/
/tʃˈaɪsəlɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "chiseller"
Chiseller
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person who swindles you by means of deception or fraud
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
chiseler
chiseled
chisel-like
chisel steel
chisel in
chisholm trail
chishona
chisinau
chislev
chit
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App