Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chinese
01
κινέζικος, σχετικός με την Κίνα
relating to the country, people, culture, or language of China
Παραδείγματα
She studied Chinese history during her semester abroad in Beijing.
Μελέτησε την κινεζική ιστορία κατά το εξωτερικό της εξάμηνο στο Πεκίνο.
The restaurant serves authentic Chinese cuisine, including dumplings and noodles.
Το εστιατόριο σερβίρει αυθεντική κινεζική κουζίνα, συμπεριλαμβανομένων dumplings και noodles.
02
Ταϊβανέζικος, αφορά την Ταϊβάν
of or relating to or characteristic of the island republic on Taiwan or its residents or their language
Chinese
Παραδείγματα
Chinese is spoken by more than a billion people worldwide.
Τα κινεζικά ομιλούνται από πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως.
Mandarin is the most widely spoken dialect of Chinese.
Τα Μανδαρινικά είναι η πιο ευρέως ομιλούμενη διάλεκτος των Κινέζικων.
02
Κινέζος, Κινέζα
someone born or living in China
Παραδείγματα
The Chinese have a rich cultural history dating back thousands of years.
Οι Κινέζοι έχουν μια πλούσια πολιτιστική ιστορία που χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πίσω.
She met several Chinese during her trip to Beijing.
Συνάντησε αρκετούς Κινέζους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της στο Πεκίνο.



























