Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chinchillon
01
τσιντσιλόν, κοινωνικό αρουραιοειδές που σκάβει τρύπες μεγαλύτερο από τα τσιντσίλα
gregarious burrowing rodent larger than the chinchillas
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τσιντσιλόν, κοινωνικό αρουραιοειδές που σκάβει τρύπες μεγαλύτερο από τα τσιντσίλα