Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to chill out
[phrase form: chill]
01
χαλαρώνω, ξεκουράζομαι
to relax and take a break especially when feeling stressed or upset
Intransitive
Παραδείγματα
The beach is my favorite spot to chill out and unwind.
Η παραλία είναι το αγαπημένο μου μέρος για χαλάρωση και ξεκούραση.
I often use music to chill out and forget about stress.
Χρησιμοποιώ συχνά τη μουσική για να χαλαρώσω και να ξεχάσω το άγχος.
02
χαλαρώνω, περνάω χρόνο
to spend time with others
Intransitive
Παραδείγματα
We always love to chill out at the beach during summer.
Αγαπάμε πάντα να χαλαρώνουμε στην παραλία το καλοκαίρι.
Do you want to chill out after work and grab a drink?
Θέλετε να χαλαρώσετε μετά τη δουλειά και να πιείτε ένα ποτό;



























