Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chicanery
01
απάτη, εξαπάτηση
the use of clever or dishonest schemes to mislead others
Παραδείγματα
The company 's advertising relied on chicanery to boost sales.
Η διαφήμιση της εταιρείας βασίστηκε σε προσχήματα για να αυξήσει τις πωλήσεις.
He was accused of financial chicanery that defrauded investors.
Κατηγορήθηκε για οικονομική πανουργία που εξαπάτησε τους επενδυτές.
Λεξικό Δέντρο
chicanery
chicane



























