Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Checkup
01
ιατρικός έλεγχος, πλήρης ιατρική εξέταση
a complete medical examination of the body to see if there are any health issues
Παραδείγματα
She scheduled her annual checkup to ensure she was in good health.
Προγραμμάτισε το ετήσιο check-up της για να βεβαιωθεί ότι είναι σε καλή υγεία.
The doctor recommended a checkup to catch any early signs of illness.
Ο γιατρός συνέστησε ένα check-up για να εντοπίσει τυχόν πρώιμα σημάδια ασθένειας.



























