Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chauvinism
01
σσοβινισμός, αρσενισμός
activity indicative of belief in the superiority of men over women
02
σωβινισμός
the extreme belief in the superiority of one's gender, race, country, or group
Παραδείγματα
The political leader ’s chauvinism fueled divisive rhetoric that heightened nationalistic sentiments.
Ο σωβινισμός του πολιτικού ηγέτη τροφοδότησε μια διχαστική ρητορική που ενίσχυσε τα εθνικιστικά αισθήματα.
The company 's culture of male chauvinism created barriers for women seeking advancement.
Η κουλτούρα του ανδρικού σωβινισμού της εταιρείας δημιούργησε εμπόδια για τις γυναίκες που επιζητούσαν προαγωγή.
Λεξικό Δέντρο
chauvinism
chauvin



























