Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to chastise
01
επιπλήττω, μαλώνω
to severely criticize, often with the intention of correcting someone's behavior or actions
Transitive: to chastise sb
Παραδείγματα
The teacher chastised the student for disrupting the class with loud behavior.
Ο δάσκαλος επέπληξε τον μαθητή για τη διατάραξη της τάξης με θορυβώδη συμπεριφορά.
The manager decided to chastise the employee for consistently arriving late to work.
Ο διαχειριστής αποφάσισε να επιπλήξει τον υπάλληλο για τη συνεχή άφιξη αργά στη δουλειά.
Λεξικό Δέντρο
chastisement
chastise
chaste



























