LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Charlock
/tʃˈɑːlɒk/
/tʃˈɑːɹlɑːk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "charlock"
Charlock
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
weedy Eurasian plant often a pest in grain fields
word family
char
lock
charlock
charlock
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
charley-horse
charley horse
charleston green
charleston
charleroi
charlotte
charlotte anna perkins gilman
charlotte corday
charlotte russe
charlotte spiral
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App