LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Chaise
/ʃˈeɪz/
/ˈʃeɪz/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "chaise"
Chaise
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
μόνιππη άμαξα
a long chair; for reclining
chaise longue
daybed
02
μόνιππη άμαξα
a light, open, two-wheeled carriage, usually for one or two people, often drawn by one horse
shay
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App