Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chainsaw
01
αλυσοπρίονο, πριόνι αλυσίδας
a tool with a toothed chain inside that is powered by a small engine, used for cutting wood
Παραδείγματα
He used a chainsaw to cut down the old tree in his yard.
Χρησιμοποίησε μια αλυσοπρίονο για να κόψει το παλιό δέντρο στην αυλή του.
The chainsaw's powerful motor made quick work of the thick logs.
Ο ισχυρός κινητήρας της αλυσοπρίονος έκανε γρήγορα δουλειά με τα παχιά κούτσουρα.
Λεξικό Δέντρο
chainsaw
chain
saw



























