LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cesspool
/sˈɛspuːl/
/ˈsɛsˌpuɫ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cesspool"
Cesspool
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a covered cistern; waste water and sewage flow into it
word family
cesspool
cesspool
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cesspit
cession
cessation
cespitose
cesium 137
cestida
cestidae
cestoda
cestode
cestrum
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App