Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Central office
01
κεντρικό γραφείο, κεντρική έδρα
the primary or main administrative center from which an organization is managed and operations are directed
Παραδείγματα
All decisions are approved at the central office.
Όλες οι αποφάσεις εγκρίνονται στο κεντρικό γραφείο.
She was transferred from a local branch to the central office.
Μεταφέρθηκε από ένα τοπικό υποκατάστημα στο κεντρικό γραφείο.



























