LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cense
/sˈɛns/
/sˈɛns/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "cense"
to cense
ΡΉΜΑ
01
perfume especially with a censer
word family
cense
cense
Verb
incense
Verb
incense
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cenozoic era
cenozoic
cenotaph
cenogenetic
cenogenesis
censer
censor
censored
censorial
censoring
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App