Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cellular phone
01
κινητό τηλέφωνο, ασύρματο τηλέφωνο
a hand-held mobile radiotelephone for use in an area divided into small sections, each with its own short-range transmitter/receiver
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κινητό τηλέφωνο, ασύρματο τηλέφωνο