Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cellphone
01
κινητό τηλέφωνο, κινητό
a phone that we can carry with us and use anywhere because it has no wires
Παραδείγματα
He used his cellphone to call his friend.
Χρησιμοποίησε το κινητό του τηλέφωνο για να καλέσει τον φίλο του.
Her cellphone rang loudly during the meeting.
Το κινητό τηλέφωνό της χτύπησε δυνατά κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Λεξικό Δέντρο
cellphone
cell
phone



























