Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cello
01
τσέλο, βιολοντσέλο
a large musical instrument of the violin family that is held upright and is played by pulling a bow across its strings
Παραδείγματα
She played a soulful melody on the cello during the orchestra concert.
Παίξαμε μια συγκινητική μελωδία στο τσέλο κατά τη διάρκεια της συναυλίας της ορχήστρας.
He 's been practicing the cello for years, honing his technique and expression.
Πρακτικήκει το τσέλο για χρόνια, βελτιώνοντας την τεχνική και την έκφρασή του.
Λεξικό Δέντρο
cellist
cello



























