Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Celerity
01
ταχύτητα, ευκινησία
the quality of being fast and swift in movement
Παραδείγματα
The athlete ’s celerity on the track earned him a gold medal.
Η ταχύτητα του αθλητή στον αγωνιστικό χώρο του χάρισε ένα χρυσό μετάλλιο.
Her celerity in solving the puzzle impressed everyone at the competition.
Η ταχύτητά της στην επίλυση του παζλ εντυπωσίασε όλους στον διαγωνισμό.
Λεξικό Δέντρο
celerity
celer



























