LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Catheterization
/kˌaθɪtəɹaɪzˈeɪʃən/
/kˌæθɪɾɚɹaɪzˈeɪʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "catheterization"
Catheterization
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the operation of introducing a catheter into the body
word family
catheterization
catheterization
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
catheterisation
catheter
catherine wheel
cather
cathedral
catheterize
cathexis
cathode
cathode ray
cathode-ray oscilloscope
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App