LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Catchphrase
/kˈætʃfɹeɪz/
/kˈætʃfɹeɪz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "catchphrase"
Catchphrase
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a phrase that has become a catchword
word family
catch
phrase
catchphrase
catchphrase
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
catchpenny
catchment basin
catchment area
catchment
catching is before hanging
catchweed
catchword
catchy
catechesis
catechetic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App