LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Catcall
/kˈatkɔːl/
/ˈkætˌkɔɫ/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "catcall"
Catcall
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a cry expressing disapproval
to catcall
ΡΉΜΑ
01
utter catcalls at
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
catboat
catbird
catatonic type schizophrenia
catatonic schizophrenia
catatonic
catch
catch a break
catch a chill
catch a fever
catch a game
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App