catalytic
ca
ˌkæ
και
ta
τα
ly
ˈlɪ
λι
tic
tɪk
τικ
British pronunciation
/kˌætɐlˈɪtɪk/

Ορισμός και σημασία του "catalytic"στα αγγλικά

01

καταλυτικός, επιταχυντικός

referring to substances or processes that facilitate or speed up chemical reactions without being consumed in the process
example
Παραδείγματα
Platinum is used as a catalyst in catalytic converters to reduce harmful emissions from vehicles.
Ο λευκόχρυσος χρησιμοποιείται ως καταλύτης σε καταλυτικούς μετατροπείς για τη μείωση των επιβλαβών εκπομπών από τα οχήματα.
Catalytic cracking is a process used in petroleum refining to break down large hydrocarbon molecules into smaller ones.
Η καταλυτική θραύση είναι μια διαδικασία που χρησιμοποιείται στην διύλιση πετρελαίου για τη διάσπαση μεγάλων μορίων υδρογονανθράκων σε μικρότερα.

Λεξικό Δέντρο

autocatalytic
catalytic
catalysis
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store