LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cash advance
/kˈaʃ ɐdvˈans/
/kˈæʃ ɐdvˈæns/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cash advance"
Cash advance
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an amount paid before it is earned
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cash account
cash
caseworm
caseworker
casework
cash and carry
cash bar
cash basis
cash card
cash cow
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App