Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Carob
01
χαρουπιά, αλεύρι χαρουπιού
a long brown edible pod with a sweet chocolatey flavor that grows on a small evergreen tree
Παραδείγματα
I replaced cocoa powder with carob powder in my favorite cake recipe.
Αντικατέστησα την σκόνη κακάο με σκόνη αροβίας στην αγαπημένη μου συνταγή κέικ.
The carob-covered almonds provided a delightful crunch and a hint of sweetness in every bite.
Οι αμυγδαλές με επικάλυψη χαρουπιάς προσέφεραν μια ευχάριστη τραγανότητα και μια υπόνοια γλυκιάς γεύσης σε κάθε δαγκωνιά.



























