LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Carnify
/kˈɑːnɪfˌaɪ/
/kˈɑːɹnɪfˌaɪ/
carnified
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "carnify"
to carnify
ΡΉΜΑ
01
become muscular or fleshy
word family
carn
carn
Noun
carnify
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
carnelian
carnegiea gigantea
carnegie mellon university
carnauba wax
carnauba palm
carniolan bee
carnival
carnivora
carnivore
carnivorous
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App