Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
carcinogenic
01
καρκινογόνος, καρκινογόνος
having the potential to cause or promote the development of cancer
Παραδείγματα
Exposure to asbestos is known to have carcinogenic effects, particularly on the lungs.
Είναι γνωστό ότι η έκθεση στον αμίαντο έχει καρκινογόνες επιπτώσεις, ιδιαίτερα στους πνεύμονες.
Certain chemicals in tobacco smoke are considered highly carcinogenic and contribute to various cancers.
Ορισμένες χημικές ουσίες στον καπνό του τσιγάρου θεωρούνται ιδιαίτερα καρκινογόνες και συμβάλλουν σε διάφορους καρκίνους.
Λεξικό Δέντρο
carcinogenic
carcinogen



























