Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Car window
01
παράθυρο αυτοκινήτου, τζάμι αυτοκινήτου
a see-through opening on a car's side or back that can be raised or lowered
Παραδείγματα
She rolled down the car window to let in some fresh air.
Κάτωσε το παράθυρο του αυτοκινήτου για να αφήσει λίγο φρέσκο αέρα να μπει.
The car window was covered in frost early in the morning.
Το παράθυρο του αυτοκινήτου ήταν καλυμμένο με πάγο νωρίς το πρωί.



























