Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
capitalist
01
καπιταλιστικός, σχετικός με τον καπιταλισμό
related to or characteristic of an economic system where private ownership, profit-making, and market competition are central
Παραδείγματα
The capitalist economy encourages entrepreneurship and investment in pursuit of financial gain.
Η καπιταλιστική οικονομία ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και την επένδυση στην αναζήτηση οικονομικού κέρδους.
Capitalist societies prioritize individual initiative and competition as drivers of economic growth.
Οι καπιταλιστικές κοινωνίες προτεραιοποιούν την ατομική πρωτοβουλία και τον ανταγωνισμό ως κινητήρες της οικονομικής ανάπτυξης.
02
καπιταλιστικός
favoring or practicing capitalism
Capitalist
01
καπιταλιστής, υπέρμαχος του καπιταλισμού
a conservative advocate of capitalism
02
καπιταλιστής, επενδυτής
a person who invests capital in a business (especially a large business)



























