LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Canonical hour
/kɐnˈɒnɪkəl ˈaʊə/
/kɐnˈɑːnɪkəl ˈaɪʊɹ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "canonical hour"
Canonical hour
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(Roman Catholic Church) one of seven specified times for prayer
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
canonical
canonic
canon law
canon
canola oil
canonically
canonist
canonization
canonize
canonized
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App