Camphorated
volume
British pronunciation/kˈæmfəɹˌe‍ɪtɪd/
American pronunciation/kˈæmfɚɹˌeɪɾᵻd/

Ορισμός και Σημασία του "camphorated"

camphorated
01

impregnated with camphor

word family

camphor

camphor

Noun

camphorate

Verb

camphorated

Adjective

uncamphorated

Adjective

uncamphorated

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store