LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Camphoraceous
/kˌamfɔːɹˈeɪʃəs/
/kˌæmfoːɹˈeɪʃəs/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "camphoraceous"
camphoraceous
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
being or having the properties of camphor
word family
camphoraceous
camphoraceous
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
camphor tree
camphor oil
camphor ice
camphor dune tansy
camphor daisy
camphorate
camphorated
camphorated tincture of opium
camphoric
camphorweed
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App