Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to calumniate
01
συκοφαντώ, δυσφημώ
to say false and damaging remarks about a person in order to ruin their reputation
Λεξικό Δέντρο
calumniation
calumniatory
calumniate
calumni
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συκοφαντώ, δυσφημώ
Λεξικό Δέντρο