LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Calorific
/kˌælɔːɹˈɪfɪk/
/kˌæloːɹˈɪfɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "calorific"
calorific
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of food) high in calories
calorific
adj
Παράδειγμα
The
scientist
placed
the
sample
in
the
bomb
to
measure
its
calorific
value
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App