Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
calloused
01
καλούδιασμένος, σκληρυμένος
having calluses, which are areas of toughened skin caused by repeated friction or pressure
Λεξικό Δέντρο
calloused
callous
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καλούδιασμένος, σκληρυμένος
Λεξικό Δέντρο