Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
callous
01
αναισθητος, σκληρός
showing or having an insensitive and cruel disregard for the feelings or suffering of others
Παραδείγματα
The manager 's callous decision to lay off employees without notice shocked the entire team.
Η αναισθησία απόφαση του μάνατζερ να απολύσει εργαζόμενους χωρίς προειδοποίηση σόκαρε ολόκληρη την ομάδα.
His callous remarks about the tragedy demonstrated a lack of empathy for those affected.
Οι αναισθητοι σχολιασμοί του για την τραγωδία επέδειξαν έλλειψη ενσυναίσθησης για τους επηρεασμένους.
02
κάλος, σκληρυμένος
physically hardened from friction or repeated use
Παραδείγματα
His callous hands showed years of manual labor.
Τα σκληρά χέρια του έδειχναν χρόνια χειρωνακτικής εργασίας.
The callous soles of her feet made walking barefoot easy.
Οι κάλοι στα πέλματα των ποδιών της έκαναν εύκολο το περπάτημα ξυπόλυτη.
to callous
01
αποτραχύνω, αναισθητοποιώ
to cause someone to become emotionally numb through repeated exposure or hardship
Παραδείγματα
Years of war calloused him against human suffering.
Χρόνια πολέμου τον σκλήρυναν απέναντι στην ανθρώπινη δυστυχία.
Repeated rejection can callous even the most hopeful heart.
Η επαναλαμβανόμενη απόρριψη μπορεί να αποτύφλωσει ακόμα και την πιο ελπιδοφόρα καρδιά.
Λεξικό Δέντρο
callously
callousness
callous



























