LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cakile
/kˈakaɪl/
/kˈækaɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cakile"
Cakile
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
small genus of succulent annual herbs found on sandy shores of North America and Europe
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cakewalk
cakehole
cake pan
cake mix
cake is dough
cakile maritima
calaba
calabar bean
calabar-bean vine
calabash
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App