Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cadet
01
καδέτος, στρατιωτικός μαθητής
a student or trainee, especially one in a military academy or a program preparing for a career in the armed forces
Παραδείγματα
The cadet showed great discipline and determination during the rigorous training at the military academy.
Ο Στρατιωτικός Σπουδαστής έδειξε μεγάλη πειθαρχία και αποφασιστικότητα κατά την αυστηρή εκπαίδευση στη στρατιωτική ακαδημία.
Cadets undergo extensive physical and academic training to prepare them for future leadership roles in the armed forces.
Οι Στρατιωτικοί Σπουδαστές υποβάλλονται σε εκτεταμένη σωματική και ακαδημαϊκή εκπαίδευση για να προετοιμαστούν για μελλοντικούς ρόλους ηγεσίας στις ένοπλες δυνάμεις.
Λεξικό Δέντρο
cadetship
cadet



























