LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Buyback
/bˈaɪbæk/
/ˈbaɪˌbæk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "buyback"
Buyback
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of purchasing back something previously sold
word family
buy
back
buyback
buyback
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
buy-to-let
buy-in
buy-and-bust operation
buy up
buy time
buyer
buyer's market
buyers' market
buyer’s market
buyi
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App