Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bus ticket
01
εισιτήριο λεωφορείου, κάρτα λεωφορείου
a printed or digital pass that allows a person to travel on a bus
Παραδείγματα
She bought a bus ticket to the city center.
Αγόρασε ένα εισιτήριο λεωφορείου για το κέντρο της πόλης.
His bus ticket expired before he could use it.
Το εισιτήριο λεωφορείου του έληξε πριν μπορέσει να το χρησιμοποιήσει.



























