Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bus fare
01
τιμή εισιτηρίου λεωφορείου, κόστος λεωφορείου
The amount of money one has to pay to use a streetcar or bus
Παραδείγματα
The bus fare in the city increased last month.
Το εισιτήριο του λεωφορείου στην πόλη αυξήθηκε τον περασμένο μήνα.
She did n’t have enough money to pay the bus fare.
Δεν είχε αρκετά χρήματα για να πληρώσει το εισιτήριο του λεωφορείου.



























