Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to burp
01
ρευγώ, αναρροφώ αέρα από το στομάχι
to release air from the stomach through the mouth
Intransitive
Παραδείγματα
He could n't help but burp loudly after finishing the meal.
Δεν μπορούσε παρά να ρευγτεί δυνατά αφού τελείωσε το γεύμα.
Burping is a natural way for the body to expel excess air.
Ρέψιμο είναι ένας φυσικός τρόπος για το σώμα να αποβάλλει την περίσσεια αέρα.
1.1
προκαλώ ρέψιμο, ρέφω
to cause a baby to release air from the stomach by gently patting or rubbing their back
Transitive: to burp a baby
Παραδείγματα
She carefully burped the baby after feeding him, patting his back gently.
Προσεκτικά έβηξε το μωρό μετά το τάισμα, χτυπώντας απαλά την πλάτη του.
He had to burp the newborn after every feeding to prevent discomfort.
Έπρεπε να κάνει το νεογέννητο να ρεύεται μετά από κάθε σίτιση για να αποφευχθεί η δυσφορία.
Burp
01
ρεύμα, ερεύση
a reflex that expels gas noisily from the stomach through the mouth
Λεξικό Δέντρο
burping
burp



























