LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bunghole
/bˈʌŋhəʊl/
/bˈʌŋhoʊl/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "bunghole"
Bunghole
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a hole in a barrel or cask; used to fill or empty it
02
vulgar slang for anus
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bungee jumping
bungee cord
bungee
bungarus fasciatus
bungarus
bungle
bungled
bungler
bunglesome
bungling
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App