Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
additional
01
επιπλέον, πρόσθετος
added or extra to what is already present or available
Παραδείγματα
They needed to purchase additional supplies to complete the project.
Χρειάστηκε να αγοράσουν πρόσθετες προμήθειες για να ολοκληρώσουν το έργο.
The company hired additional staff to handle the increased workload.
Η εταιρεία προσέλαβε πρόσθετο προσωπικό για να αντιμετωπίσει την αυξημένη φόρτο εργασίας.
Λεξικό Δέντρο
additionally
additional
addition
add



























