Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bulletproof vest
/bˈʊlɪtpɹˌuːf vˈɛst/
/bˈʊlɪtpɹˌuːf vˈɛst/
Bulletproof vest
01
αλεξίσφαιρο γιλέκο, γιλέκο αλεξίσφαιρο
a piece of protective clothing worn to shield against bullets and keep the wearer safe from injury
Παραδείγματα
The police officer wore a bulletproof vest to protect himself while on duty.
Ο αστυνομικός φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο για να προστατευτεί εν ώρα υπηρεσίας.
Soldiers in combat zones often rely on bulletproof vests to increase their chances of survival.
Οι στρατιώτες σε ζώνες μάχης συχνά βασίζονται σε αλεξίσφαιρα γιλέκα για να αυξήσουν τις πιθανότητες επιβίωσής τους.



























